- ακαθαρσία
- η (Α ἀκαθαρσία) [ἀκάθαρτος]1. έλλειψη καθαριότητας, η βρομιά2. λεκές, λέρα3. τα έμμηνα*νεοελλ.κάθε άχρηστο και περιττό αντικείμενο, και ειδικά τα περιττώματα ανθρώπου ή ζώου, τα κόπρανααρχ.1. η ακαθαρσία γύρω από ένα έλκος ή τραύμα2. ηθικός ρύπος, φαυλότητα, διαφθορά3. το να μην έχει κανείς καθαριστεί, εξαγνιστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις τού μωσαϊκού νόμου.
Dictionary of Greek. 2013.